- οριστικοποιώ
- οριστικοποιώ, οριστικοποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
φιξάρω — Ν 1. (ιδίως σχετικά με χρώμα) σταθεροποιώ κάτι ώστε να μείνει αναλλοίωτο 2. οριστικοποιώ («πρέπει να φιξάρουμε το ραντεβού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιξ + κατάλ. άρω*] … Dictionary of Greek